- ξετραχηλίζω
- -ισα, -ίστηκα, -ισμένος1. για ρούχο, κόβω το ύφασμα, ώστε να σχηματιστεί ο λαιμός του ρούχου.2. μέσ., ξετραχηλίζομαι αφήνω ακάλυπτο, ανοιχτό τον τράχηλό μου: Δεν πρέπει να βγαίνεις έξω ξετραχηλισμένη.3. το μέσ., μτφ. είμαι αδιάντροπος, ξετσίπωτος, αναιδής: Είναι ολότελα ξετραχηλισμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.